- δήττοτε
- μόριο (употр, с относ, мест, όστις, οποίος, οίος, όσος и нареч, όπως, όπου, ότε, οπότε):
όποιος δήττοτε — и οστις ( — или οίος) δήττοτε — кто бы ни, какой бы ни, какой угодно;
οσος δήττοτε — сколько бы ни;
όπως δήττοτε — как бы ни;
όπου δήττοτε — где бы ни; — где-либо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.